dig into - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dig into - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
DIG; Dig (film); Dig (song); Dig (album); DIG (disambiguation)

dig into      
χώνω
read into         
APPROVAL FOR ACCESS TO SENSITIVE/RESTRICTED INFO ABOUT A CLASSIFIED/COMPARTMENTED PROGRAM, RECEIVAL OF A BRIEFING ABOUT IT, AND FORMAL ACKNOWLEDGEMENT THEREOF, USUALLY BY SIGNING AN NDA DESCRIBING RESTRICTIONS ON THE HANDLING AND USE OF SAID INFO
Read in; Reading in
παρερμηνεύω
χώνω      
bury, jab into, clap, cram, dig into, drive in, drive into

Ορισμός

Enforced
·adj Compelled; forced; not voluntary.
II. Enforced ·Impf & ·p.p. of Enforce.

Βικιπαίδεια

Dig (disambiguation)

To dig is to remove solid material from a surface.

Dig or DIG may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dig into
1. It would be three years before Sereno could survey the discovery, let alone dig into it.
2. Many appear to have been targeted because of their attempts to dig into allegations of corruption.
3. Rod Blagojevich (bluh–GOY‘–uh–vich) not to dig into criminal charges against the governor.
4. The call prompted Srite to dig into the FAA‘s records on the project.
5. "We don‘t need to dig into medical or other problems," the astrologer offered.